Θυέστεια

Θυέστεια
Θυέστειος
of Thyestes
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • θυέστειος — θυέστειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θυέστη («θυέστεια ῥάκη», Αριστοφ.) 2. φρ. «θυέστειον δεῑπνον» το δείπνο κατά το οποίο ο Ατρέας προσέφερε στον αδελφό του Θυέστη φαγητό παρασκευασμένο από τις σάρκες τών παιδιών του.… …   Dictionary of Greek

  • Ατρεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Αδελφός του ήταν ο Θυέστης. Τα δύο παιδιά, με τη συνεργασία της μητέρας τους, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από τη νύμφη Αξιόχη. Ύστερα από αυτό, ο Πέλοπας τα… …   Dictionary of Greek

  • θυέστειος — α, ο στη φρ., «θυέστεια δείπνα», δείπνο που πρόσφερε ο Ατρέας στο Θυέστη (του έδωσε να φάει τις σάρκες των παιδιών του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”